καρυοναύτης

καρυοναύτης
καρυοναύτης, ὁ (Α)
αυτός που πλέει μέσα σε καρυδότσουφλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ναύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρυοναῦται — καρυοναύτης one who sails in a nut masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρυοναύτας — καρυοναύτᾱς , καρυοναύτης one who sails in a nut masc acc pl καρυοναύτᾱς , καρυοναύτης one who sails in a nut masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”